Επιβολή Ειδικού Τέλους Δομημένων επιφανειών

Άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ” Φλώρινας της 23ης Σεπτεμβρίου 2011.

Ι. Η πρόσφατη ανακοίνωση περί επιβολής ειδικoύ τέλους για τις δομημένες επιφάνειες, όπως αυτή αναγνώσθηκε στις εφημερίδες, χωρίς να έχει γίνει έλεγχος της διατύπωσης του σχετικού νομικού κειμένου που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί, περιέχει τα εξής:

α) Εξαιρέσεις της επιβολής στο Ελληνικό Δημόσιο, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, Ναούς, Ιερές Μονές, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδας, θρησκευτικά ιδρύματα, αθλητικά σωματεία κ.λ.π.

β) Επιβολή αποκλειστικά σε ιδιοκτήτες στεγασμένων επιφανειών που ηλεκτροδοτούνται, αποκλείοντας ιδιοκτήτες άλλων ακινήτων μη ηλεκτροδοτούμενων, φυσικά ή νομικά πρόσωπα που διατηρούν μεγάλες καταθέσεις σε τράπεζες, είναι ιδιοκτήτες οχημάτων μεγάλου κυβισμού ή σκαφών, αλλά δεν είναι ιδιοκτήτες έστω ενός ακινήτου.

γ) Μη αναγνώριση της παλαιότητας του ακινήτου, με την επιβολή συντελεστή προσαύξησης της τελευταίας 25ετίας, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται περαιτέρω ο ιδιοκτήτης του ακινήτου.

δ) Είσπραξη αυτού μέσω της ΔΕΗ σε δύο δόσεις για το έτος 2011 και σε τέσσερις δόσεις για το έτος 2012.

ε) Απειλή άμεσης διακοπής της ηλεκτροδότησης του ακινήτου και μη επαναχορήγηση του ρεύματος μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τέλους.

II. Τα πρωτόγνωρα αυτά μέτρα για την ελληνική κοινωνία άφησαν άφωνους του Έλληνες πολίτες και βεβαίως παραβιάζουν μία σειρά συνταγματικών διατάξεων.

Η θεσμοθέτηση και επιβολή του τέλους, με τον τρόπο μάλιστα που επιχειρείται, είναι βέβαιο ότι παραβιάζει όλες οι απορρέουσες από την διάταξη του άρθρου 4 παράγραφο 5 του Συντάγματος αρχές, στο οποίο ορίζεται ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» και ειδικά: α) την καθολικότητα των φορολογικών διατάξεων, β) το υποχρεωτικό κριτήριο κατανομής και εξαίρεσης των φορολογικών βαρών, γ) την ίση εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων και η ίση μεταχείριση των φορολογουμένων, δ) την αρχή της αναλογίας, ε) την αρχή της νομιμότητας, στ) την αρχή της χρηστής διοίκησης και ζ) την αρχή της απαγόρευσης της διπλής φορολόγησης.

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 17 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος», ενώ στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι: «Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο……….».

Από το συνδυασμό της ως άνω Συνταγματικής διάταξης με εκείνη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμβάσεως της Ρώμης που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, σε συνδυασμό με το άρθρο 28 του Συντάγματος, προκύπτει ότι αυτή έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων και ορίζει ότι «παν φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του….».

III. Ο νόμος έχει την εξουσία να επιβάλλει φόρους και τέλη ή και εξαιρέσεις (εφόσον δεν τίθεται ζήτημα έλλειψης νομοθετικής εξουσιοδότησης – βλ. ΣτΕ (Ολ) 1262/20005), πάντοτε όμως εντός των όρων και προϋποθέσεων της παρ. 1 και 5, του άρθρου 4 του ισχύοντος Συντάγματος, υπό την έννοια ότι η επιβολή οποιουδήποτε φόρου ή τέλους ή εξαίρεσης πρέπει να γίνεται χωρίς καθιέρωση διακρίσεων (αδιακρίτως), αποκλειομένων των αδικαιολογήτων φορολογικών εξαιρέσεων και υπό την προϋπόθεση ότι η διαμόρφωση αυτή των εξαιρέσεων πραγματοποιείται με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια.

Η επιβολή του προαναφερόμενου τέλους, εκτός του ότι αποτελεί, κατά την άποψή μου, μερική και απαράδεκτη, ουσιαστικά και νομικά, δήμευση της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων πολιτών, δεν έχει ούτε νομικό, αλλά κυρίως ούτε και ουσιαστικό έρεισμα, δεν θεμελιώνει ανταποδοτικό χαρακτήρα και παραβιάζει σαφώς την αρχή της αναλογικότητας και της φορολογικής δικαιοσύνης, ενώ επιπλέον εισάγει προφανείς και αντισυνταγματικές εξαιρέσεις.

Είναι γεγονός ότι η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα πλήττεται διαχρονικά και με επιμέλεια και διακρίνω πλέον καθαρά ότι η ακίνητη περιουσία προφανώς απαξιώνεται, ενώ το τελευταίο οχυρό ασφάλειας του Έλληνα πολίτη κινδυνεύει με άμεση πτώση.

Οι παλινωδίες άλλωστε της διοίκησης στις ανακοινώσεις της όσον αφορά τους συντελεστές ανά τετραγωνικό μέτρο κ.λ.π., σηματοδοτούν συμπεριφορές που αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοικήσεως, η οποία επιβάλλει τη συνεπή εφαρμογή των αρχών της τηρήσεως της νομιμότητας και το σεβασμό του Συντάγματος.

Επιπλέον, η επιβολή αυτή θεωρώ ότι περιέχει έναν χαρακτήρα παντελώς αναιτιολόγητο, καθώς πλήττει τους ανθρώπους εκείνους τους Έλληνες πολίτες που είτε μόχθησαν οι ίδιοι για την απόκτηση των ακινήτων τους, είτε απέκτησαν αυτά κληρονομικά και βεβαίως συρρικνώνει την αξία τους.

Επίσης, η διαδικασία είσπραξης του νέου αυτού τέλους θεωρώ ότι εγείρει νομικά ζητήματα, καθώς ενσωματώνεται στους λογαριασμούς της ΔΕΗ, οι οποίοι δεν αποτελούν διοικητικές πράξεις και η οποία χρησιμοποιείται ως μοχλός είσπραξης, με την άμεση απειλή ότι σε περίπτωση άρνησης καταβολής του, το αποτέλεσμα θα είναι η διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος (στέρηση κοινωνικού αγαθού).

Τέλος, η επιβολή του τέλους αυτού παραβιάζει σαφώς την αρχή της απαγόρευσης της διπλής φορολόγησης καθώς αποτελεί δεύτερη φορολόγηση για την ίδια αιτία.

Με γνώμονα όλα τα προαναφερόμενα θεωρώ εύλογο και επιτακτικό ότι οι νομοταγείς φορολογούμενοι, προκειμένου να άρουν τον προφανέστατα άδικο χαρακτήρα επιβολής του τέλους αυτού, να προβούν στις απαραίτητες εκείνες ενέργειες απενεργοποίησης και ακύρωσης τους.

Αντώνης Νεδελκόπουλος

Δικηγόρος LL.M